-
1 μεγάλα
μεγάλᾱ, μέγαςbig: fem nom /voc /acc dualμεγάλᾱ, μέγαςbig: fem nom /voc sg (doric aeolic)μέγαςbig: neut nom /voc /acc plμέγαςbig: neut voc plμεγάλᾱ, μέγαςbig: fem voc dualμεγάλᾱ, μέγαςbig: fem voc sg (doric aeolic)——————μεγάλᾱͅ, μέγαςbig: fem dat sg (doric aeolic)μεγάλαι, μέγαςbig: fem nom /voc plμεγάλαι, μέγαςbig: fem voc pl -
2 μεγαλα
-
3 μεγάλᾳ
Βλ. λ. μεγάλα -
4 Μεγάλα
ВеликиμεγάλαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Μεγάλα
-
5 μεγάλα
великиевеликое ΜεγάλαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεγάλα
-
6 μέγαλα
μέγαςbig: neut acc plμέγαςbig: neut nom pl -
7 Μικρά παιδιά, μικρές έγνοιες, μεγάλα παιδιά, μεγάλες έγνοιες
– Μεγάλωσαν τα παιδιά μας, μεγάλωσαν τα βάσανά μας– Μικρά και τα παιδάκια σου, μικρά και τα φαρμάκια σου– Μικρά παιδιά, πόνοι του κεφαλιού, μεγάλα παιδιά, πόνοι της καρδιάς• Малые дети спать не дают, с большими сам не уснешь• Малые детки – малые бедки, большие детки – большие бедкиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μικρά παιδιά, μικρές έγνοιες, μεγάλα παιδιά, μεγάλες έγνοιες
-
8 Μικρά παιδιά, πόνοι του κεφαλιού, μεγάλα παιδιά, πόνοι της καρδιάς
– Μεγάλωσαν τα παιδιά μας, μεγάλωσαν τα βάσανά μας– Μικρά και τα παιδάκια σου, μικρά και τα φαρμάκια σου– Μικρά παιδιά, πόνοι του κεφαλιού, μεγάλα παιδιά, πόνοι της καρδιάς• Малые дети спать не дают, с большими сам не уснешь• Малые детки – малые бедки, большие детки – большие бедкиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μικρά παιδιά, πόνοι του κεφαλιού, μεγάλα παιδιά, πόνοι της καρδιάς
-
9 Αετός μύγες δεν πιάνει, αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει
• Орел мух не ловит• Лев мышей не давитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αετός μύγες δεν πιάνει, αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει
-
10 μεγάλ'
μεγάλα, μέγαςbig: neut nom /voc /acc plμεγάλα, μέγαςbig: neut voc plμεγάλε, μέγαςbig: masc voc sgμεγάλᾱͅ, μέγαςbig: fem dat sg (doric aeolic)μεγάλαι, μέγαςbig: fem nom /voc plμεγάλαι, μέγαςbig: fem voc pl -
11 μεγάλας
μεγάλᾱς, μέγαςbig: fem acc plμεγάλᾱς, μέγαςbig: fem gen sg (doric aeolic) -
12 μέγαλ'
μέγαλα, μέγαςbig: neut acc plμέγαλα, μέγαςbig: neut nom plμέγαλε, μέγαςbig: masc voc sgμέγαλαι, μέγαςbig: fem nom /voc pl -
13 μεγαλανορίαις
μεγαλᾱνορίαις, μεγαληνορίαmanliness: fem dat pl (doric) -
14 μεγαλανορίαν
μεγαλᾱνορίᾱν, μεγαληνορίαmanliness: fem acc sg (attic doric aeolic) -
15 μεγαλάνορα
μεγαλά̱νορα, μεγαλήνωρhigh-souled: masc /fem acc sg (doric) -
16 μεγαλάνορος
μεγαλά̱νορος, μεγαλήνωρhigh-souled: masc /fem gen sg (doric) -
17 μεγαλάνωρ
μεγαλά̱νωρ, μεγαλήνωρhigh-souled: masc /fem nom sg (doric) -
18 μεγάλαι
μεγάλᾱͅ, μέγαςbig: fem dat sg (doric aeolic)μέγαςbig: fem nom /voc plμέγαςbig: fem voc pl -
19 μεγάλαν
μεγάλᾱν, μέγαςbig: fem acc sg (doric aeolic) -
20 ΜΈΓας
ΜΈΓας, μεγάλη, μέγα ( magnus, mächtig), acc. μέγαν, μεγάλην, μέγα, alle übrigen Casus von der Grundform ΜΕΓΆΛΟΣ, welche nicht mehr vorkommt, der voc., μεγάλε Ζεῦ, nur einmal, Aesch. Spt. 824; – groß, zunächst – a) von körperlicher Größe belebter Wesen u. anderer Dinge, häufig von der Leibesgröße des Mannes, verbunden ἠΰς τε μέγας τε u. καλός τε μέγας τε, seltener von Frauen, καλή τε μεγάλη τε, Od. 15, 418; νῦν δ' ὅτε δὴ μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις 18, 216, vgl. 2, 314, wie unser »da du groß geworden«, als Ausdruck des Erwachsenseins; von Thieren, μέγας σῦς, 4, 457 u. A.; αἰετός, Pind. I. 5, 48; oft auch von Waffen, Il.; δρῦς, Pind. P. 4, 264, πόλεις, 4, 19; πεδία, Aesch. Spt. 715; Her. sagt auch μεγέϑεϊ μέγας, μέγιστος, an Größe groß, 1, 51. 7, 117, wie auch μεγάϑει σμικρός 2, 74 gesagt ist. – b) von allen Ausdehnungen nach den verschiedenen Richtungen; hoch, οὐρανός, Ὄλυμπος, ὄρος, πέτρη, πύργος u. ä., Hom.; αἰϑήρ, Soph. Ai. 1172, öfter; – von der Ausdehnung in die Länge, ἠϊών, ποταμός, τάφρος, Hom.; – weit, geräumig, πέλαγος, λαῖτμα, ὄρχατος, τέμενος u. ä., Hom., u. eben so bei den Folgdn. – Uebertr. in mannigfachen Beziehungen; – groß, gewaltig, mächtig, von den Göttern u. Königen, bes. Ζεύς, Hom., Aesch. Ch. 243, Soph. Tr. 398, der μέγας ϑεῶν βασιλεύς heißt, Pind. Ol. 2, 34; βασιλεύς, Aesch. Pers. 24, welches in Prosa sehr gewöhnliche Bezeichnung des Perserkönigs ist, der Großkönig, auch häufig ohne Artikel, Xen. An. u. Hell.; Soph. εὐδαίμων ἀνύσει καὶ μέγας, Phil. 711; ὴ μεγάλη Μοῖρα, 1466; ἐν ὅρκῳ μέγας, O. R. 653; – μεγάλαι ϑεαί sind besonders Demeter u. Persephone; – Ἀρδιαῖος ὁ μέγας, der mächtige, Plat. Rep. X, 615 c; vgl. ὁ μέγας ἀνὴρ ἐν πόλει, Legg. V, 630 d; – τὰ μεγάλα, große, wichtige Dinge, Xen. u. A. – So von Naturkräften, ἄνεμος, λαῖλαψ, ζέφυρος, heftiger, großer Sturm, Hom. u. A.; ὁ ποταμὸς μέγας ἐῤῥύη, ging hoch mit Wasser, Dem. 59, 99; u. übertr. von menschlichen Verhältnissen und Gemüthszuständen, in vielen Beziehungen, κράτος, ἀλκή, κλέος, κῠδος, τιμή, ἀρετή, σϑένος, μένος, ϑυμός, ποϑή, ἄτη, ἄχος, πένϑος, πῆμα u. ä., Hom.; ἀρετά, Pind. P. 5. 98, νόος, 5, 122, ἐλπίς, 8, 93, ὄλβος, Ol. 1, 56, τιμά, κῠδος u. ä.; ὠφέλημα, Aesch. Prom. 251, ἄχη, Spt. 78, πλοῠτος, Pers. 159, ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ ϑεῶν μέγας, Ag. 1257, wie Pind. Ol. 6, 20, τύχη, πένϑος u. ä.; χόλος, Soph. Phil. 327, ϑόρυβος, Ai. 142, wie Pind. Ol. 11, 76; bei Hom. von allen starken Eindrücken, auch des Gehörs, laut, ἰαχή, ἀλαλητός, ὀρυμαγδός, πάταγος; κωκυτός, Soph. Ai. 838; μεγάλῃ τῇ φωνῇ, Plut. u. A.; τῇ φωνῇ μέγα λέγων, laut sprechend, Plat. Prot. 310 b; μέγα βοᾶν, Conv. 212 d; ᾄ δειν, Legg. IX, 854 d; ähnl. μέγα στενάζειν, Eur. I. T. 953, στένειν, Med. 291; μέγα στενάξας, Dem. 27, 69, u. sonst in Prosa (s. unten). – Es enthält auch einen tadelnden Nebenbegriff des zu Großen, Uebermäßigen, wie Od. 22, 287, μήποτε πάμπαν εἴκων ἀφραδίῃς μέγα εἰπεῖν ἀλλὰ ϑεοῖσιν μῠϑ ον ἐπιτρέψαι, Etwas sagen, das über die Schranken der Sterblichen hinausgeht u. womit man sich gegen die Götter versündigt; λίην μέγα εἰπεῖν, 16, 243; μηδὲν μέγ' εἴπης, Soph. Ai. 379, wie μεγάλοι λόγοι, stolze, übermüthige Reden, Ant. 1329 (vgl. μεγαληγορέω u. ä. compp.); μὴ μέγα λέγε, Plat. Phaed. 95 b; Soph. 238 u. A. Eben so φρονεῖν μέγα, Soph. Ant. 475; Eur. Phoen. 41 Or. 806; εἴς τινα, Hipp. 6, gegen Einen stolz sein; auch μεγάλα λέγειν u. φ ρονεῖν, Sp., τὰ τῶν βαρβάρων μεγάλα ποιεῖν, groß machen, preisen, Isocr. 4, 143; μέγα ποιεύμενος ταῠτα, es hoch anschlagend, Her. 3, 42; c. partic., 9, 111, wie Xen. Cyr. 5, 3, 19; μέγα ἐσ τί τι εἴς τι, πρός τι, es ist wichtig, von Bedeutung für Etwas, Xen. Mem. 2, 3, 4 Hell. 7, 5, 6. – Adv. ist μεγάλως, Od. 16, 432; μάλα μεγάλως, Il. 17, 723; ὄλωλεν, Aesch. Pers. 976; Τροίαν ἐπύργωσαν, Eur. Troad. 843; auch in Prosa, καὶ ϑαυμασίως εἴρηκας, Plat. Hipp. mai. 291 e; τοὺς μεγάλους μεγάλως λέγουσι, Euthyd. 284 e. Häufiger ist μέγα bes. bei Hom. so gebraucht, auch μεγάλα, sehr, stark, gewaltig, μέγα χαῖρε, sei sehr gegrüßt, Od. 24, 402; oft μέγα κρατεῖν, ἀνάσσειν, δύνασϑαι, stark, gewaltig herrschen, viel vermögend sein, vgl. Lob. zu Phryn. p. 197; μέγα σϑένει, Aesch. Ag. 912, wie Soph. O. C. 738; πλουτεῖν, Ant. 1153; ὀλβισϑείς, Eur. Troad. 1253; τὸν μεγάλα δυνάμενον, Plat. Rep. I, 343 c; bei den Verbis, die das Hervorbringen eines Lautes bezeichnen, μέγα ἀϋτεῖν, ἰάχειν, βοᾶν, ὀχϑεῖν, εὔχεσϑαι u. dergl., laut, Hom., der bei diesen Verbis auch μεγάλα sagt, u. Folgde (s. oben); τιμᾶν, σεβίζειν, Aesch. Ch. 253 Eum. 12; στέργειν, Soph. O. R. 1023; vom Raume, weit, μέγα προϑορών, Il. 14, 363, μέγα ἄνευϑε, weit entfernt, 22, 88; οὐκ ἂν μέγα τι τῆς ἀληϑείας παρεξέλϑοις, Plat. Phil. 66 b; bei adj., sehr, sowohl beim posit., μέγα νήπιος, Il. 16, 46, μέγα ἔξοχος, 2, 480 Od. 15, 227, als auch beim compar. u. superl., μέγ' ἀμείνων, ἄριστος, μέγα φέρτατος, Hom.; so auch die Folgdn, ὦ μέγ' εὐδαίμων κόρη, Aesch. Prom. 650, τὸν μέγα στυγούμενον, 1006; κατὰ μέγα u. κατὰ μεγάλα, Plat. Phaedr. 262 a Tim. 65 a; σοφὸς τὰ μεγάλα, in großen Dingen, Rep. IV, 426 c; τὰ μεγάλα νικᾶν τοὺς φίλους εὖ ποιοῦντα, Xen. An. 1, 9, 24. – Compar. μείζων, ον, Hom. u. Att.; ion. μέζων, Her., dor. μέσδων u. böot. μέσσων, Sp. auch μειζότερος u. bei Byz. μειζονότερος, größer, in allen den beim Positiv erwähnten Beziehungen; μείζω ἐκτενῶ λόγον, die Rede ausdehnen, Soph. Tr. 676; ἐνέχει τύχᾳ τᾷδ' ἀπὸ μείζονος, Phil. 1086, von einem Größeren, Mächtigern, d. i. von einem Gotte; τοῦ ϑεοῦ μεῖζον σϑένειν, Eur. Suppl. 216; – μεῖζον φϑέγγεσϑαι, Plat. Prot. 334 c; auch zugroß, größer oder mehr als billig, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρα, Soph. Ant. 764; vgl. Eur. Phoen. 710; μεῖ. ζον ἢ καϑ' ἡμᾶς, Plat. Tim. 404 (vgl. κατά), auch μείζω τινὰ δύναμιν εἶναι ἢ ἀνϑρωπείαν, Crat. 438 c; οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον ist eine starke Verneinung, vgl. Soph. Tr. 323; Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 71. – Superl. μέγιστος, Hom. u. Folgde. Bei sehr Sp. auch μεγαλώτατος, s. Lob. Phryn. p. 93; πάντων μεγίστῳ Ζηνί, Aesch. Ch. 243 u. sonst; μεγίστη Παλλάς, Soph. O. C. 167; adverbialisch, χαῖρ' ὡς μέγιστα, Phil. 460; μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ, Ai. 497, τὰ μέγιστ' ἐτιμάϑης, O. R. 1202. – In Prosa bes. oft τὸ μέγιστον, was das wichtigste, die Hauptsache ist, entweder τὸ μὲν μέγιστον ὅτι, Plat. Conv. 196 b Rep. III, 407 b, oder für sich stehend, parenthetisch, Plut. u. A.; τὸ μὲν μέγιστον αἰσχυνόμενος, Xen. An. 1, 3, 10. 5, 6, 29 Cyr. 3, 1, 1 u. öfter, was die Hauptsache betrifft; τὸ δὲ μέγιστον· οἷς γὰρ κ. τ. λ., Isocr. 3, 21 (vgl. γάρ); καὶ τὸ μέγιστον, u. was das wichtigste ist, Thuc. 4, 70. So auch noch Sp., wie Luc. D. D. 20, 13 Nigr. 2. – Adverbialisch, βοῶντα μέγιστον Plat. Euthyd. 300 b, ὡς μέγιστα καὶ ὡς κάλλιστα Conv. 198 e; Eur. verbindet es auch mit einem superl., μέγιστον ἔχϑιστος, Med. 1320.
См. также в других словарях:
μεγάλα — μεγάλᾱ , μέγας big fem nom/voc/acc dual μεγάλᾱ , μέγας big fem nom/voc sg (doric aeolic) μέγας big neut nom/voc/acc pl μέγας big neut voc pl μεγάλᾱ , μέγας big fem voc dual μεγάλᾱ , μέγας big fem voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάλᾳ — μεγάλᾱͅ , μέγας big fem dat sg (doric aeolic) μεγάλαι , μέγας big fem nom/voc pl μεγάλαι , μέγας big fem voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάλα Καλύβια — Sp Megãla Kalivija Ap Μεγάλα Καλύβια/Megala Kalyvia L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μέγαλα — μέγας big neut acc pl μέγας big neut nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάλα Καλύβια — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 105 μ., 2.151 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Πηνειού και σε απόσταση 9 χλμ. Ν της πόλης των Τρικάλων. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Το 1854 αποτέλεσε θεάτρο συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων και… … Dictionary of Greek
Μεγάλα Πεύκα — Οικισμός (78 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής … Dictionary of Greek
Τὰ μεγάλα μεγάλα καὶ πάσχει κακά. — См. С большего больше и взыщется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κερασφόρα — Μεγάλα μηρυκαστικά ζώα της οικογένειας των βοοειδών. Περιλαμβάνουν τον αμερικανικό βούβαλο, τον βούβαλο του Θιβέτ (γιακ) και όλες τις κατοικίδιες ράτσες των βοοειδών. Τα κ. προέρχονται από το άγριο βόδι που ζούσε στην Ευρώπη, στην Ασία και στην… … Dictionary of Greek
μεγάλ' — μεγάλα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μεγάλα , μέγας big neut voc pl μεγάλε , μέγας big masc voc sg μεγάλᾱͅ , μέγας big fem dat sg (doric aeolic) μεγάλαι , μέγας big fem nom/voc pl μεγάλαι , μέγας big fem voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάλας — μεγάλᾱς , μέγας big fem acc pl μεγάλᾱς , μέγας big fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγαλ' — μέγαλα , μέγας big neut acc pl μέγαλα , μέγας big neut nom pl μέγαλε , μέγας big masc voc sg μέγαλαι , μέγας big fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)